- ερυθροχίτων
- ο, η1. αυτός που φέρει ερυθρό χιτώνα2. (το αρσ. στον πληθ.) οι ερυθροχίτωνεςπροσωνυμία τών αξιωματικών και στρατιωτών που ανήκαν στο εθελοντικό σώμα τού στρατηγού Γαριβάλδη λόγω τού ερυθρού χιτωνίου τής στολής τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + χιτών. Η λ. ερυθροχίτωνες (ενν. στρατιώται) μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.